Ομηρος
Οδύσσεια. Ο Οδυσσέας στην Κέρκυρα. Θ241-265 και Θ370-384.
Ομηρος: "Οδύσσεια. Ο Οδυσσέας στην Κέρκυρα. Θ241-265 και Θ370-384", Παράδοση και Τέχνη 064, σελ 27, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 2002. Οδύσσεια. Μτφ. Σιδερής, Ζήσιμος, 2η έκδοση, Αθήνα, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, 1956.
Θ241-265
Μα άκου ένα λόγο να σου πω, νά 'χεις να λες και σ’ άλλους
οπλαρχηγούς, στο σπίτι σου σαν τρως με τα παιδιά σου
και τη γυναίκα σου κι’ εκεί θυμάσαι την αξία,
που στις δουλειές μας χάρισε πάππου προς πάππου ο Δίας.
Ναι μεν, δεν είμαστε άφταστοι στο πάλαιμα ή στους γρόθους,
μα δε μας φτάνει άλλος κανείς στο δρόμο ή στα καράβια.
Και μας αρέσουν οι χοροί, τα γλέντια, το τραγούδι
κι’ οι φορεσιές και τα θερμά λουτρά και το κρεβάτι.
Μα ελάτε να χορέψετε οι πρώτοι χορευτάδες,
να πει κι’ ο ξένος, σπίτι του σαν πάει, στους ποθητούς τους
πόσο τους άλλους τους θνητούς στον κόσμο ξεπερνούμε,
στα ναυτικά, και στο χορό, στο δρόμο, στο τραγούδι.
Κι’ ένας ας φέρει τη γλυκειά κιθάρα να τη δώσει
γλήγωρα στο Δημόδοκο. Κάπου στο σπίτι θά 'ναι.
Ετσι είπε ο θεοπρόσωπος Αλκίνος, κι’ ένας κράχτης
έφερε απ’ το βασιλικό παλάτι την κιθάρα.
Κι’ όλοι όλοι εννιά σηκώθηκαν απάνω αγωνοδίκες,
που του λαού ήταν διαλεχτοί και πρόσεχαν την τάξη.
Ισιωσαν τόπο του χορού κι’ ανοίξανε το μέρος.
Κι’ ο κράχτης τη γλυκόλαλη έφερε την κιθάρα
για το Δημόδοκο, κι’ αυτός στη μέση πήγε τότε
κι’ ολόγυρά του στάθηκαν πρωτόχνουδοι λεβέντες,
όλοι τεχνίτες στο χορό κι’ άρχισαν να χορεύουν,
χτυπώντας με τα πόδια τους της γης, που λες πετούσαν
φωτιές και θάμαζε ο θεϊκός Δυσέας να τους βλέπει.
Θ370-384
Τότε ο Αλκίνος πρόσταξε το Λαοδάμα κι’ Αλιο
μόνοι να πιάσουν το χορό, που δεν τους έφτανε άλλος.
Κι’ αυτοί μια κόκκινη όμορφη σφαίρα στα χέρια παίρνουν
πού 'χε φκιασμένη ο Πολύβος, κι’ ο ένας την πετούσε,
πίσω λυγώντας το κορμί, στα σύγνεφα τα μαύρα,
κι’ ο άλλος απ’ τη γη ψηλά πηδώντας, στον αέρα
την έπιανε εύκολα, προτού στο χώμα να πατήσει.
Κι’ αφού τη σφαίρα παίξανε πετώντας τη στα ουράνια,
άρχισαν και χορεύανε στο μαλακό το χώμα,
συχνά τον κάβο αλλάζοντας, κι’ οι άλλοι νιοι, που γύρω
για το χορό στεκόντανε, τα χέρια τους χτυπούσαν
κι’ εκεί απ’ τους κρότους τους πολλούς αντιλαλούσε ο τόπος.
Τότε έτσι μίλησε ο θεϊκός Δυσέας στον Αλκίνο
«Αφέντη Αλκίνο, λατρευτέ απ’ όλο το λαό σου,
τους παίνεψες αμίμητοι πως είναι χορευτάδες,
κι’ ήταν αλήθεια φανερή. Θαυμάζω να τους βλέπω.»