Joomla project supported by everest poker review.

Νίκος Θ. Υφαντής

Λαθραία ρακοκάζανα

Υφαντής, Θ. Νίκος: "Λαθραία ρακοκάζανα", Παράδοση και Τέχνη 037, σελ. 12-13, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1998. (Από το βιβλίο του "Το αμπέλι στη λαϊκή παράδοση", Ιωάννινα 1996)

                                  Λαθραία ρακοκάζανα

                                            

Παρόλους τους αυστηρούς νόμους που το κράτος επέβαλε για τη λειτουργία των ρακοκάζανων και την σκληρή "φορολογία των αμβύκων", μερικοί κατάφερναν και λειτουργούσαν το λαθραίο ρακοκάζανο. Εβγαζαν ρακί, όχι μόνο το φθινόπωρο αλλά και άλλες εποχές, από κράνια, αγριόμηλα, σούρβα, κούμπουλα, αγριοδαμάσκηνα, βούρβαλα, γκόρτσα και άλλα. Αυτοί οι καρποί μαζεύονταν σε σακιά από τα χωράφια, τα λόγγα, τις ποταμιές, τους λάκους και όπου έβρισκαν τέτοια αγριόδεντρα. Τ' άφηναν καμιά εικοσαριά μέρες σε κασόνια ή στα σακιά να γίνουν (ωριμάσουν), να μισοσαπίσουν.

Πολλοί έφταναν και σε πιο μακρυνά χωριά - Καστάνιανη, Στρατίνιστα, Περιστέρι, Αγιο Μαρίνα - και μάζευαν σε μεγάλες καλάθες κούμαρα. Σ' αυτά τα μέρη ευδοκιμούν οι κουμαριές, ολόκληρα ρουμάνια. Εβγαζαν ρακί κουμαρίσιο, πολύ δυνατό οινόπνευμα. Ετσι το λαθραίο ρακοκάζανο λειτουργούσε στο αχούρι για λίγες ώρες κρυφά - και το ρακί λίγο διέφερε από το ροκί των τσίπουρων. Ο γέρο Θόδωρος απ' το Δόλο, μακαρίτης τώρα, διατηρούσε τέτοιο ρακοκάζανο μέχρι το 1930. Τι απέγινε ύστερα κανείς δε θυμάται. Πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, αναποδογύρισαν τα πάντα και τα νέα αδηφάγα πολιτιστικά ρεύματα απομάκρυναν τους χωρικούς μας από τα χωριά τους και τις συνήθειές τους.

Το λαθραίο ρακοκάζανο το αποτελούσαν βασικά το καζάνι και το καπάκι του.

Το καζάνι ήταν χάλκινο, ψηλό ως 50-60 πόντους με διάμετρο 40-50 εκατοστά. Στα πλάγια είχε δυό κρεμαστά χερούλια για να σηκώνεται και να μετακινείται. Μέσα σ' αυτό έβαζαν τα τσίπουρα, κράνια, κούμπουλα, γκόρτσα και άλλα ανακατεμένα με κρασί. έβραζαν όλα μαζί σε δυνατή φωτιά και βγάζανε ρακί.

Το καπάκι ήταν κυλινδρικό, με διάμετρο όση και του καζανιού και πιο ψηλό ως 70-80 πόντους, ανοιχτό πάνω, κατασκευασμένο από χοντρό τσίγκο. Μέσα είχε προσαρμοσμένο διάφραγμα - σαν χωνί - κολοβό, με άνοιγμα προς το πάνω μέρος για να περνούν οι ατμοί των βρασμένων καρπών. Πιο πάνω, σε 25 περίπου πόντους από το πρώτο διάφραγμα (χωνί) ήταν κολλημένο ένα άλλο κλειστό χωνί, που η κορυφή του (πυραμίδα) έφτανε τους 15 πόντους κάτω από την περιφέρεια του καπακιού. Στο κενό ανάμεσα στα δυο χωνιά κυκλοφορούσε ο ατμός, ενώ στο πάνω μέρος του κλειστού χωνιού βρισκόταν κρύο νερό που βοηθούσε στην υγροποίηση των ατμών.

Σε χαμηλή θέση ανάμεσα στα δυο χωνιά υπήρχε μικρός σωλήνας στενός ίσαμε ενάμιση πόντο. Από κει έβγαινε το απόσταγμα, το ρακί. Ο σωλήνας αυτός μίκραινε με προσθήκες άλλου σωλήνα και κατέληγε σε γωνιακό σχήμα στην κατσαρόλα. Στο πάνω μέρος, που κυκλοφορούσε το νερό, σ' ένα χαμηλό σημείο προς το κλειστό χωνί, σε αντίθετη θέση από τον προηγούμενο, υπήρχε άλλος σωλήνας. Από κει έβγαινε βρασμένο νερό, που ανανέωναν με κρύο. Οσο πιο κρύο το νερό, τόσο πιο γρήγορα πετυχαίνεται η υγροποίηση. Για να υγροποιούνται γρηγορότερα οι ατμοί, σ' όλο το μάκρος του σωλήνα του αποστάγματος - του λουλά - έβαζαν συνέχεια βρεγμένα σακιά. Ο λουλάς στηριζόταν σε πέτρινο χτίσμα για να μη σπάει.

Με το θόλωμα της μέρας, το αχούρι - γυφτοκάλυβο το λένε οι ντόπιοι - που δούλευε η φάρμπρικα έπαιρνε άλλη όψη. Από αυτήν την ώρα άρχιζαν παρέες-παρέες να περνούν οι χωριανοί για να δοκιμάσουν το καινούργιο ρακί και να ευχηθούν στο νοικοκύρη "καλές δουλειές και άξιοι", "καλοξόδευτη με υγεία και χαρές", "και του χρόνου διπλότερα". Στρώνονταν αραδαριά γύρω από τα καζάνια, μακριά από την ανθρακιά της φωτιάς και άρχιζαν τη ρακοκατάνυξη.

Το γνωρίζει ο νοικοκύρης πως θα περάσουν από τη φάμπρικά του οι χωριανοί γρήγορα ή αργά, και κάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες. Τέτοιες ώρες είναι χαρά και ικανοποίηση για το νοικοκύρη, το θεωρεί σαν γιορτή σπιτιάτικη. Κουβαλάει στο καλύβι καρύδια, σιουμπέκια, τυρί, γαλοτύρι, γιαούρτι αλατισμένο, σαρδέλες, ρέγγες, μπακαλιάρο και ό,τι άλλο διαθέτει το σπίτι. Επιθυμία του να ευχαριστήσει όλους και ν' ακούσει θερμές ευχές.

Σιγά-σιγά με την επίδραση του ρακιού ερχόταν και το κέφι. Εδιναν κι έπαιρναν οι ιστορίες για τα περασμένα. Ιστορίες για τον τόπο τους και το ριζικό τους, για την πατρίδα τους τα χρόνια του "τούρκικου", για τα μακρινά ταξίδια σε τόπους πλούσιους αλλά ξερούς από καρδιά, στερεμένους από αγάπη, τους αγώνες και τις προσπάθειες να αναστήσουν τα παιδιά τους, να κρατήσουν στη ζωή - ζωή πικρή και τυραγνισμένη - τη φαμίλια τους. Ολόκληρη η ζήση τους, πόνοι, πίκρες και αγωνίες ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια τους και ανασταίνονται παραστατικά μ' ένα τρόπο μοναδικό και αξεδιάλυτο.

Ιστορίες για συντοπίτες και ξενοχωρίτες, για βαρελάδες, καλατζήδες, Γύφτους, Τούρκους και Ρωμιούς, ζαρζαβατήδες κι άλλους περαστικούς. Χίλιες δυο πλαστές ή και αληθινές ιστορίες για γυναίκες παραστρατημένες, για χήρες, κοπέλες και παλικάρια, αγάπες κι έρωτες, διανθισμένες με τραγούδια μακρόσυρτα και πονεμένα. Παραμύθια; Πραγματικές ιστορίες; Και το ένα και το άλλο. Μήπως και η ιστορία δεν συμπληρώνεται με μυθικές διηγήσεις και παραμύθια;

Νίκος Θ. Υφαντής

(Από το βιβλίο του "Το αμπέλι στη λαϊκή παράδοση", Ιωάννινα 1996)

 

Visitors

Articles View Hits
746864
Sunday the 6th.